- ακρυλικός
- -ή, -ό Χημ.αυτός που προέρχεται ή έχει σχέση με το ακρυλικό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. acrylic < acr- (< acrolein, πρβλ. ακρολεΐνη) + -yl- (< ύλη) + -ic πρβλ. -ικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυακρυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. χαρακτηρισμός τών μακρομοριακών υλών που λαμβάνονται κατά τον πολυμερισμό τού ακρυλικού και τού μεθακρυλικού οξέος και τών παραγώγων τους 2. φρ. α) «πολυακρυλικό οξύ» χημ. πολυμερές τού ακρυλικού οξέος που ανήκει στην κατηγορία… … Dictionary of Greek
υδρακρυλικός — ή, ό, Ν «υδρακρυλικό οξύ» χημ. άκυκλη κορεσμένη οργανική χημική ένωση, υδροξυοξύ, ισομερές με το γαλακτικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hydracrylique < hydr (< υδρ[ο] *) + acrylique (βλ. ακρυλικός)] … Dictionary of Greek
φαινυλακρυλικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλακρυλικό οξύ» χημ. μονοκυκλική οργανική ένωση, ακόρεστο μονοκαρβονικό αρωματικό οξύ, φαινυλοπαράγωγο τού ακρυλικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylacrylique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + acrylique «ακρυλικός»] … Dictionary of Greek